- αδιαπτωσία
- ἀδιαπτωσία, η (Α) [ἀδιάπτωτος]το να μη σφάλλει κανείς, το αλάνθαστο, το αλάθητο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδιαπτωσίαν — ἀδιαπτωσίᾱν , ἀδιαπτωσία infallibility fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαπτωσίῃ — ἀδιαπτωσία infallibility fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάπτωτος — η, ο (Α ἀδιάπτωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, σταθερός, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής («αδιάπτωτη προσοχή») αρχ. αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, αλάνθαστος, τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαπίπτω. ΠΑΡ. αρχ.… … Dictionary of Greek